- υπερτρίχωση
- ηεμφάνιση άφθονου τριχώματος στο σώμα και μάλιστα σε μέρη όπου συνήθως δε φυτρώνουν τρίχες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπερτρίχωση — η, Ν ιατρ. σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από υπερβολική ανάπτυξη τού αριθμού και τού όγκου τών τριχών τού σώματος και τού τριχωτού τής κεφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hypertrichosis < υπερ * + τρίχωσις «τριχοφυΐα»] … Dictionary of Greek
κορτιζόνη — Στεροειδής ορμόνη που συντίθεται από τη χοληστερόλη στον φλοιό των επινεφριδίων, με την επίδραση της κορτικοτρόπου ορμόνης. Ανήκει στα κορτικοστεροειδή, μαζί με την κορτιζόλη (ή υδροκορτιζόνη) και την κορτικοστερόνη. Η κ. απομονώθηκε για πρώτη… … Dictionary of Greek
ρινοτριχία — η, Ν υπερτρίχωση τής μύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + τριχία (< τριχος < τρίχα), πρβλ. ολιγο τριχία] … Dictionary of Greek
υπερ- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση ὑπέρ* και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) πάνω, πέρα, έξω, μακριά από κάτι, με καθαρά τοπική σημασία (πρβλ. υπέρ θυρο, υπερ πηδώ, υπερ πόντιος), αλλά… … Dictionary of Greek
επινεφρίδια — Ενδοκρινείς αδένες των σπονδυλωτών. Ο άνθρωπος και τα άλλα θηλαστικά φέρουν δύο ε., από ένα, σαν κάλυμμα, στον πάνω πόλο κάθε νεφρού. Πρόκειται για αδένες σχετικά μικρούς σε όγκο, που το συνολικό τους βάρος κυμαίνεται στον άνθρωπο από 8 έως 10 γρ … Dictionary of Greek